Με την ολοκλήρωση το 2003 του Προγράμματος Ανθρωπίνου Γονιδιώματος (Human Genome Project) καθορίστηκαν οι βάσεις για την μελέτη του μικροβιώματος του ανθρωπίνου σώματος , το οποίο αποτελείται από περισσότερα από δέκα χιλιάδες είδη μικροβίων που αριθμούν ένα σύνολο άνω των εκατό τρισεκατομμυρίων ατομικών οργανισμών που συμβιώνουν αρμονικά στο σώμα μας.
Η γενετική πληροφορία που περιέχεται σε αυτούς τους μικροοργανισμούς είναι αθροιστικά περισσότερη από εκείνη που υπάρχει στα ανθρώπινα κύτταρα και είναι σημαντικό σε μια συνεχώς βελτιούμενη ιατρική αντίληψη και θεραπευτική προσέγγιση να αντιλαμβανόμαστε την συνεργατική αξία για τον ανθρώπινο οργανισμό. Το μικροβίωμα αποτελεί ένα «ξεχωριστό όργανο» που βρίσκεται και περιβάλλει κάθε σημείο του σώματος (πχ δέρμα, βλεννογόνους, γαστρεντερικό, εγκέφαλο, ήπαρ, μήτρα, αιμοφόρα αγγεία κτλ).
Τα μικρόβια αλληλεπιδρούν και μεταξύ τους και με το ανθρώπινο σώμα μέσω χημικών κι ηλεκτρικών ερεθισμάτων αλλά κι έχοντας την δυνατότητα να ανιχνεύουν την πυκνότητα του κυτταρικού πληθυσμού και να τον ελέγχουν μέσω της γονιδιακής έκφρασης. (αίσθηση μεγέθους πληθυσμού ή quorum sensing) . Κατ’αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η συγκρότηση ενός δικτύου με παράλληλα συστήματα επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης , ανοσολογικών αποκρίσεων και ανταλλαγής θρεπτικών στοιχείων , υποστηρίζοντας όλους τους ιστούς και αδένες του σώματος.
Επομένως η σταθερότητα του μικροβιώματος δεν επηρεάζει μόνο μια σειρά σωματικών βιοχημικών συσχετισμών αλλά αποτελεί μια βάση για την σωστή έκφραση ανώτερων λειτουργιών μας όπως η συνείδηση , η νοημοσύνη και η ομαλή ψυχική μας κατάσταση, δηλαδή προσφέρει ένα σταθερό περιβάλλον για την ανάπτυξη και βελτίωση της προσωπικότητος καθόλη της διάρκεια της ζωής.
Ωστόσο με τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις και την μονόπλευρη μηχανιστική προοπτική με την οποία επιχειρείται να γίνεται αντιληπτή η λειτουργία του ανθρωπίνου όντος, οι θεραπευτικές χημικές παρεμβάσεις συχνά προκαλούν και μακροπρόθεσμες ανοσολογικές διαταραχές.
Σε προσφάτως δημοσιευμένη μελέτη καταγράφηκε ο αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης φλεγμονώδους νόσου του εντέρου (πχ ελκώδη κολίτιδα ή νόσος Crohn) μετά από λήψη αντιβιοτικών κυρίως όταν αυτή είναι αθροιστική. Ας σκεφτούμε επομένως ότι η τακτική χρήση αυτών και ειδικά από μικρή ηλικία πώς παρεμβαίνει στην συνολική υγεία του ατόμου μακροπρόθεσμα.
Εφόσον το ανθρώπινο μικροβίωμα έχει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην ομοιόσταση του οργανισμού χρειάζεται οι όποιοι θεραπευτικοί χειρισμοί να τη συντηρούν και να την προάγουν κατά περίπτωση.
Οι ομοιοπαθητικοί ιατροί John Paterson και Edward Bach μελέτησαν ήδη κατά την περιόδο 1927 – 1936 τις αλλαγές στην χλωρίδα του εντέρου , η οποία σχετίζεται με ένα ευρύ φάσμα συστηματικών ασθενειών και διαπίστωσαν ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα είναι ικανά να μεταβάλλουν πλήρως τη βακτηριακή χλωρίδα του εντέρου όταν εκείνη έχει αρχικώς τροποποιηθεί μαζί με την εκδήλωση διαφόρων ασθενειών .
Με την μοντέρνα κλινική έρευνα έχει επιβεβαιωθεί ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα μεταβάλλουν ευνοϊκά πολλές κυτταρικές λειτουργίες όπως πχ την έκφραση του mRNA ενεργώντας άμεσα στο μικροβίωμα και κατ’ επέκτασιν στο ανοσοποιητικό σύστημα διαμέσου και αυτής της οδού.
Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι τα συμπτώματα μίας νόσου αποτελούν εκδηλώσεις της διαταραχής ενός ατόμου τόσο σε οργανικό όσο και σε ψυχοδιανοητικό επίπεδο. Το σύνολο των συμπτωμάτων αφορούν ένα ολόκληρο σύστημα, ένα σύνολο δικτύων και όχι ένα μέρος του σώματος.
Επομένως, αλλαγές του εντερικού μικροβιώματος θα επηρεάσουν σε μεγάλο βάθος την υγεία και εξέλιξη του συνόλου του οργανισμού. Η σχέση αυτή είναι αμφίδρομη, δηλαδή όχι μόνο μια διαταραχή του εντερικού μικροβιώματος θα επηρεάσει τον εγκέφαλο και κατ’επέκτασιν τις γνωστικές ικανότητες και διάθεση αλλά και αυτές οι ψυχοσυναισθηματικές διαθέσεις επηρεάζουν το μικροβίωμα του εντέρου μεταβάλλοντας την μικροβιακή ισορροπία και ποικιλομορφία.
Κάθε ατομικό μικροβίωμα είναι μοναδικό και διαφορετικό και αυτές οι διαφορές ευθύνονται για μεγάλες διακυμάνσεις στην φαινοτυπική γονιδιακή έκφραση και συμπεριφορά.
Η Ομοιοπαθητική λειτουργεί αποτελεσματικά και αποδοτικά επειδή αναγνωρίζει και αξιοποιεί τις διαφορές του κάθε ασθενούς και θεραπεύει ανάλογα με τη διαφορετική ευαισθησία και ευπάθειά του η οποία καταγράφεται με ένα πιο συγκεκριμένο συμπτωματολογικό προφίλ. Δεν υπάρχουν ποτέ δύο άτομα που να είναι ακριβώς ίδια (ούτε και το μικροβίωμά τους θα είναι το ίδιο) και κατά συνέπεια δεν ανταποκρίνονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Η θεραπευτική προσέγγιση που προσαρμόζεται σε αυτές τις ιδιαιτερότητες και αντιλαμβάνεται την δυναμική του κάθε οργανισμού καταφέρνει ουσιαστική και σε βάθος χρόνου θεραπεία.
Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα δεν προκαλούν παρενέργειες εν αντιθέσει με τα χημικά φάρμακα. Για παράδειγμα, κάθε χρόνο 150.000 Αμερικανοί προσέρχονται στα επείγοντα εξαιτίας των παρενεργειών από τις αντιβιώσεις. Επιπλέον ας υπολογίσουμε και ότι κάθε χρόνο πάνω από 1.300.000 επισκέψεις καταγράφονται στα επείγοντα εξαιτίας παρενεργειών και άλλων χημικών φαρμάκων καταλήγοντας σε νοσηλεία οι 350.000.
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω η όποια θεραπευτική παρέμβαση χρειάζεται να ωφελεί την ομοιόσταση του οργανισμού. Αυτή η ανισορροπία που προκαλείται από τις λανθασμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις βλάπτει μακροπρόθεσμα την συνολική υγεία του ατόμου. Μην μπερδευόμαστε όμως και δρούμε αφοριστικά. Η Ιατρική είναι μία και η κατά περίπτωση πάντοτε ορθή χρήση χημικού φαρμάκου σώζει ζωές , όμως η Ομοιοπαθητική Ιατρική μέθοδος μπορεί να αποτελεί την βάση σκέψης των όποιων ιατρικών χειρισμών επειδή στον πυρήνα της προσεγγίζει το σύνολο του οργανισμού και τον βοηθά να ανακτήσει την υγεία του όταν αυτό είναι εφικτό, δηλαδή είτε να ιαθεί είτε να δράσει ανακουφιστικά μειώνοντας την επιβάρυνση του από τις χημικές παρεμβάσεις.
Γι αυτό τον λόγο είναι σημαντικό ως ιατρική μέθοδος η Ομοιοπαθητική να ασκείται αποκλειστικά από ιατρούς οι οποίοι μπορούν να κατανοήσουν την σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης , να επικοινωνήσουν εάν χρειαστεί με τον συνάδελφο ειδικότητος και να γνωρίζουν τα όρια της κάθε θεραπευτικής προσέγγισης, πάντοτε προς όφελος της υγείας του ασθενούς.
Βιβλιογραφία:
- https://www.genome.gov/human-genome-project
- Stavros Bashiardes1, Gili Zilberman-Schapira 1, Eran Elinav 1 Use of Metatranscriptomics in Microbiome Research Bioinform Biol Insights. 2016 Apr 20;10:19-25. doi: 10.4137/BBI.S34610. eCollection 2016.
- Servick K. Do gut bacteria make a second home in our brains?. Science 2018; November 9
- Aagaard K, Ma J, Antony KM, Ganu R, Petrosino J, Versalovic J. The placenta harbors a unique microbiom Sci Transl Med 2014; ;21; 6: 237ra65
- Steven T. Rutherford1 and Bonnie L. Bassler , Bacterial Quorum Sensing: Its Role in Virulence and Possibilities for Its Control , Cold Spring Harb Perspect Med. 2012 Nov; 2(11): a012427.
doi: 10.1101/cshperspect.a012427
- Antibiotic use as a risk factor for inflammatory bowel disease across the ages: a population-based cohort study. https://gut.bmj.com/content/early/2023/01/03/gutjnl-2022-327845
- Paterson J. The potentised drug and its action on the bowel flora.
Br Homeopath J 1936;26:163–188
- Saha SK, Das S, Khuda-Bukhsh AR. Phenotypic evidence of ultra[1]highly diluted homeopathic remedies acting at gene expression level: a novel probe on experimental phage infectivity in bacteria. J Chin Integr Med 2012;10:462–470
- Grenham S, Clarke G, Cryan JF, Dinan TG. Brain-gut-microbe communication in health and disease. Front Physiol 2011;2:94
- Eckburg PB, Bik EM, Bernstein CN, et al. Diversity of the human intestinal microbial flora. Science 2005;308:1635–1638
- https://www.cdc.gov/medicationsafety/adult_adversedrugevents.html
- https://www.isathens.gr/syndikal/7922-isa-kataggellei-gnomodotisi-kesy-omoiopathitiki.html